- σιούτος
- και σούτος, -η, -ο, Ν(για ζώο)1. αυτός που δεν έχει κέρατα2. παροιμ. «η σιούτα γίδα βάνει κέρατα τ' αφεντικού της» — αυτός που υποκρίνεται τον ήσυχο και τον ταπεινό εξαπατά εύκολα ακόμη και εκείνους που είναι ανώτεροι του.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβαν. siout].
Dictionary of Greek. 2013.